αλληθώρισμα

αλληθώρισμα
το [αλληθωρίζω]
1. στραβισμός, το να είναι κανείς αλλήθωρος
2. το βλέμμα τού αλλήθωρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλληθώρισμα — το, ατος το βλέμμα του αλλήθωρου, ο στραβισμός: Το αλληθώρισμα, αν έγκαιρα διαγνωστεί, μπορεί να γιατρευτεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίλλωσις — ἴλλωσις, ώσεως, ἡ (Α) αλληθώρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἰλλόω, ῶ < ἰλλός] …   Dictionary of Greek

  • αλληθωρίζω — (και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός] …   Dictionary of Greek

  • αλληθωριά — η [αλλήθωρος] το αλληθώρισμα* …   Dictionary of Greek

  • αλληθωρισμός — ο [αλληθωρίζω] το αλληθώρισμα* …   Dictionary of Greek

  • αλληθώριασμα — το [αλληθωριάζω] το αλληθώρισμα …   Dictionary of Greek

  • διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… …   Dictionary of Greek

  • παραβλώπισμα — τὸ, Μ λοξό κοίταγμα, αλληθώρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβλώψ, ῶπος + κατάλ. ισμα] …   Dictionary of Greek

  • στραβότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στραβός] ο στραβισμός, το αλληθώρισμα …   Dictionary of Greek

  • στραβισμός — ο αλληθώρισμα: Πάσχει από στραβισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”